αδιεργαστος

αδιεργαστος
    ἀδιέργαστος
    ἀ-διέργαστος
    2
    недоработанный
    

(λόγος ἡμιτελές καὴ ἀ. Isocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδιεργαστος" в других словарях:

  • αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος …   Dictionary of Greek

  • ἀδιεργάστως — ἀδιέργαστος not wrought out adverbial ἀδιέργαστος not wrought out masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιέργαστον — ἀδιέργαστος not wrought out masc/fem acc sg ἀδιέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιέργαστα — ἀδιέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»